- ποιήσεσθαι
- ποιέωmakefut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek